- δανειακῶς
- δανειακόςconcerning loansadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δανειακός — ή, ό (AM δανειακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο νεοελλ. όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική») μσν. 1. δανεικός 2. επίρρ. δανειακῶς δανεικά, με δάνειο … Dictionary of Greek